- στηθοσκοπώ
- στηθοσκόπησα, εξετάζω τον ασθενή με το στηθοσκόπιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στηθοσκοπώ — έω, Ν (για γιατρό) εξετάζω με επίκρουση και ακρόαση ή με το στηθοσκόπιο τους ήχους τού θώρακα για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + σκοπώ (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ραβδο σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο… … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
στηθοσκοπικός — ή, ό, Ν [στηθοσκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στηθοσκόπηση. επίρρ... στηθοσκοπικώς και στηθοσκοπικά Ν με στηθοσκόπηση … Dictionary of Greek
στηθοσκόπηση — η, Ν [στηθοσκοπώ] ιατρ. η εξέταση τής λειτουργίας τών οργάνων τού θώρακα με το στηθοσκόπιο … Dictionary of Greek